- κυμοτόμος
- κυμοτόμος, -ον (Α)1. αυτός που σχίζει ή διασχίζει τα κύματα2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυμοτόμοςτριγωνική βάση γέφυρας με οξεία αιχμή σαν έμβολο μεγάλου πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο-τόμος, λαο-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.